- φιλυποψία
- η, Νη ιδιότητα τού φιλύποπτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύποπτος. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. φιλυποψίαι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλυποψία — η η τάση να υποπτεύεται κανείς κάτι κακό, καχυποψία: Η φιλυποψία του αστυνομικού οδήγησε στη σύλληψη του κακοποιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευλάβεια — η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) [ευλαβής] 1. το ήθος και ο τρόπος τού ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ. β. «ἐκανε μ ευλάβεια το σταυρό του») 2. ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek
καχυποψία — η το να υποπτεύεται κανείς όλους και όλα, φιλυποψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονηρία — πονηρία, η και πονηριά, η και πονηράδα, η 1. κακή διάθεση, πανουργία, δολιότητα: Τέκνο κακό και πίβουλο και πονηριές γεμάτο (Ερωτόκριτος). 2. πονηρή ενέργεια, δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, απάτη: Με τις πονηριές κατόρθωσε να αναδειχτεί. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)